- πρόνευση
- η, Ν [προνεύω]1. η προς τα εμπρός κλίση2. (ναυτ. -αεροπ.) ο προνευστασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηδάλιο — Βιβλίο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που περιέχει τους αποστολικούς κανόνες και τους κανόνες των οικουμενικών και των τοπικών Συνόδων, καθώς και τους κανόνες της Συνόδου της Καρχηδόνας και διάφορων πατριαρχών. Όλοι οι κανόνες είναι γραμμένοι σε… … Dictionary of Greek
προνευστασμός — ο, Ν [προνευστάζω] (ναυτ. αεροπ.) η ταλάντευση τού σκάφους κατά τον διαμήκη άξονά του, αλλ. πρόνευση, κν. σκαμπανέβασμα … Dictionary of Greek
σκαμπανέβασμα — το, Ν [σκαμπανεβάζω] 1. ναυτ. ταλάντευση τού πλοίου κατά τον διαμήκη άξονά του, πρόνευση, προνευστασμός 2. μτφ. ανεβοκατέβασμα, αλληλοδιαδοχή εξάρσεων και καταπτώσεων, κλυδωνισμός, έλλειψη σταθερότητας («η επίδοσή του στα μαθήματα παρουσιάζει… … Dictionary of Greek
χειριστήριο — το, Ν 1. (ηλεκτρ.) χειροκίνητος διακόπτης, που προκαλεί με τον χειρισμό του διακοπή, αποκατάσταση ή μεταγωγή ηλεκτρικού κυκλώματος και, μέσω αυτού, μεταβολή τής λειτουργικής κατάστασης μιας μηχανής ή εγκατάστασης 2. τεχνολ. πίνακας εφοδιασμένος… … Dictionary of Greek